Στα… χαρακώματα βρίσκονται το τελευταίο διάστημα τα μεγάλα διυλιστήρια της χώρας και οι νεοσύστατες επιχειρήσεις παραγωγής βιοντίζελ, εξέλιξη η οποία συνιστά άμεση και ζωηρή απειλή για τις εγχώριες ενεργειακές καλλιέργειες και ειδικότερα για την ελαιοκράμβη και τον ηλίανθο, που κινδυνεύουν εκ νέου με εγκατάλειψη από τους αγρότες. Η μειωμένη συναίσθηση ευθύνης όλων των εμπλεκόμενων πλευρών τείνει να οδηγήσει σε αδιέξοδο έναν καινούργιο κλάδο παραγωγής με πολλές προοπτικές, ο οποίος έκανε δειλά την εμφάνισή του στα μέσα της περασμένης δεκαετίας και όπως περίπου συμβαίνει και με τα βιολογικά, συνεχίζει να ταλαιπωρείται από τις «παιδικές αρρώστιες».
Έτσι, μπορεί την περασμένη χρονιά οι καλλιεργητές ελαιοκράμβης και ηλίανθου να εισέπραξαν καλές τιμές, οι οποίες εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητα των εκμεταλλεύσεών τους, όμως, με την τροπή που παίρνουν τα πράγματα τον τελευταίο καιρό και με την αβεβαιότητα που δημιουργείται στον κλάδο της μεταποίησης, κανείς δεν μπορεί να αισθάνεται ασφαλής για τις συνθήκες που θα διαμορφωθούν στη νέα χρονιά. Έτσι, συντελεστές της συγκεκριμένης αγοράς και Πολιτεία καλούνται να ξεκαθαρίσουν το «θολό τοπίο» λίγο πριν την έναρξη της νέας καλλιεργητικής περιόδου για την ελαιοκράμβη, έτσι ώστε οι αποφάσεις των αγροτών να κινηθούν στο απαραίτητο υπόβαθρο.
Δύο είναι τα μεγάλα θέματα, στα οποία θα πρέπει να δοθούν λύσεις και που απασχολούν αυτό τον καιρό τόσο την πλευρά της μεταποίησης, δηλαδή τις επιχειρήσεις παραγωγής βιοντίζελ όσο και τις εταιρείες πετρελαιοειδών, δηλαδή τα διυλιστήρια.
Το πρώτο έχει να κάνει με την προσπάθεια των επιχειρήσεων παραγωγής βιοντίζελ να εξασφαλίσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ποσόστωση, από τη κατανομή της υποχρέωσης που έχει η χώρα για βιοντίζελ (132.000 χιλιόλιτρα) χωρίς να παρέχονται οι απαραίτητες εγγυήσεις ότι η εν λόγω ποσότητα (παραγωγή) θα προέλθει αποκλειστικά από την επεξεργασία ελαιοκράμβης και ηλίανθου που καλλιεργούνται στην Ελλάδα.
Το δεύτερο ζήτημα εντοπίζεται στην προσπάθεια των διυλιστηρίων να κινηθούν με μεγαλύτερη ευελιξία σε ότι αφορά την προμήθεια του «μείγματος» που απαιτείται για την παραγωγή των βιοκαυσίμων, με γνώμονα βέβαια τη μείωση του κόστους. Έτσι, τα διυλιστήρια που δεν πολυενδιαφέρονται για την ενδυνάμωση της παραγωγής βιοντίζελ από εγχώριες καλλιέργειες, σπεύδουν να καλύψουν τις ανάγκες τους, είτε με φθηνά εισαγόμενα βιοκαύσιμα που παράγονται από φθηνότερες πρώτες ύλες όπως είναι το παλμέλαιο και το σογιέλαιο, είτε ακόμα και από αμφιβόλου ποιότητας «βιοντίζελ» που μπορεί μεν να παράγεται από ελληνικές επιχειρήσεις, παίρνει όμως ως βάση μια σειρά από παράγωγα προϊόντα όπως ζωικά λίπη, καμένα λάδια κ.α.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι λύσεις υπάρχουν και μάλιστα ικανές να εξασφαλίσουν σε όλους τους εμπλεκόμενους αξιόλογη υπεραξία. Είναι όμως ευθύνη της Πολιτείας να χαράξει στρατηγική για την μακροπρόθεσμη ανάπτυξη του κλάδου και την τόνωση της εθνικής οικονομίας. Σ’ αυτό το πλαίσιο, οι ευκαιριακές λύσεις που δείχνουν να υιοθετούν κάποιες μεταποιητικές μονάδες και οι αντίστοιχοι πετρελαϊκοί όμιλοι δεν έχουν θέση. Οι διεθνείς υποχρεώσεις για την παραγωγή και χρήση βιοκαυσίμων έχουν να κάνουν, πρώτα απ’ όλα, με την προστασία του περιβάλλοντος και μ’ αυτό σαν γνώμονα οι λύσεις μεταφοράς πρώτων υλών από τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη μάλλον επιδρούν επιβαρυντικά για το περιβάλλον. Την ίδια στιγμή, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να οριοθετήσουν τα περιθώρια ανάπτυξης των ενεργειακών καλλιεργειών στη χώρα μας και με βάση αυτή την οριοθέτηση να καταλήξουν στις αντίστοιχες κατανομές, έχοντας παράλληλα και τον τρόπο για τον έλεγχο της υλοποίησης των δεσμεύσεων από την πλευρά της βιομηχανίας.
Την ίδια στιγμή και τα διυλιστήρια θα πρέπει να αντιμετωπίσουν με ευρύτητα την υπόθεση, να αναγνωρίσουν την ανάγκη ενίσχυσης της εγχώριας παραγωγής, να μην ενδιαφέρονται περισσότερο για την ενίσχυση του κύκλου εργασιών των εισαγωγικών τους εταιρειών και να μην θυμούνται τη ντόπια παραγωγή μόνο σε χρονιές σαν την περσινή, που οι διεθνείς τιμές των βιοκαυσίμων βρίσκονταν στα ύψη. Υπάρχουν περιθώρια για μια «συμφωνία κυρίων», η οποία θα εξασφαλίζει στους αγρότες τιμές που να δικαιολογούν την καλλιέργεια, δεν θα απειλεί τη βιωσιμότητα των μεταποιητικών μονάδων και δεν θα επιτρέπει υπερκέρδη στις εταιρείες πετρελαιοειδών.
Τα 40 λεπτά το κιλό για την ελαιοκράμβη και τον ηλίανθο είναι μια τιμή από την οποία οφείλουν ν’ αρχίσουν οι υπολογισμοί, απαιτείται όμως αυτοσυγκράτηση απ’ όλες τις πλευρές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου